- γύμναστρα
- τατα δίδακτρα για τη γυμναστική.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γύμναστρα — τα τα δίδακτρα της γυμναστικής: Τα γύμναστρα ήταν αρκετά, κι έτσι αποφάσισα να ασκούμαι στο σπίτι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ … Dictionary of Greek